- εξάμηνος
- -η, -ο (AM ἑξάμηνος, -ον)1. αυτός που έχει ηλικία ή διάρκεια έξι μηνών, ο εξαμηνιαίος2. αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται κάθε έξι μήνες («εξάμηνη συνδρομή»«εξάμηνο περιοδικό»)3. (ο πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) τα (ε)ξάμηνατο μνημόσυνο που γίνεται έξι μήνες μετά τον θάνατομσν.- νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το εξάμηνο(ν)η εξαμηνία, χρονικό διάστημα έξι μηνώνμσν.-αρχ.(το ουδ. ως χρον. επίρρ.) ἑξάμηνονεπί έξι μήνεςαρχ.1. αυτός που έχει ηλικία έξι μηνών2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἑξάμηνος (χρόνος)εξαμηνία, χρονικό διάστημα έξι μηνώνεπίσης το θηλ. ἡ ἑξάμηνος (ώρη) (Ηρόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.